Οι δεξιότητες είναι το κύριο ««νόμισμα» για την παγκόσμια αγορά εργασίας

21.01.2013
 

Στις αναπτυσσόμενες οικονομίες παρατηρούνται πολύ μεγαλύτερα ελλείμματα δεξιοτήτων απ’ ό,τι Θα αναμενόταν με βάση το μορφωτικό επίπεδο, το οποίο μπορεί να μην εγγυάται βελτίωση των οικονομικών συνθηκών και την αύξηση των θέσεων εργασίας, αλλά εγείρει προσδοκίες κυρίως στους νέους. Η βελτίωση των δεξιοτήτων διευκολύνει, άλλωστε, τη μετάβαση των νέων στην αγορά εργασίας μέσω της επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης. Οι ικανότητες για τις οποίες γίνεται λόγος αφορούν ουσιαστικά σε έναν ή περισσότερους από τους εξής τομείς: πολιτιστική συνείδηση και έκφραση, δυνατότητα επικοινωνίας στη μητρική γλώσσα, δυνατότητα επικοινωνίας σε ξένες γλώσσες, μαθηματικές γνώσεις και βασικές ικανότητες στην επιστήμη και στην τεχνολογία, ψηφιακή ικανότητα, εκπαίδευση στη μάθηση, κοινωνική και πολιτική ικανότητα και ανάληψη επιχπρηματικής πρωτοβουλίας. Ενώ μερικές από ας βασικές ικανότητες δείχνουν να βρίσκονται κοντά στα παραδοσιακά μαθήματα όπως η μητρική γλώσσα και τα μαθηματικά, άλλες όπως ικανότητες σε σχέση με την κοινωνία και την πολιτική ή την επιχειρηματική πρωτοβουλία- υπερβαίνουν τα παραδοσιακά όρια.
Κάθε βασική ικανότητα αποτελείται από ένα συνδυασμό γνώσεων και δεξιοτήτων ανάλογα με το πλαίσιο και ειδικά στο ευρωπαϊκό πλαίσιο συνδέεται με την ικανότητα εφαρμογής των γνώσεων και δεξιοτήτων σε καταστάσεις της πραγματικής ζωής.

Ζήτηση σε μεσαίες και χαμηλές
Στη χώρα μας οι θέσεις που έχουν μεγαλύτερη ζήτηση είναι αυτές που απαιτούν μεσαίες και χαμηλές δεξιότητες, ενώ αυξάνονται οι απόφοιτοι της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, δημιουργώντας ανανπστοιχια, καθώς ταυτόχρονα δεν ανοίγουν θέσεις εργασίας, οι οποίες να απαιτούν υψηλά προσόντα. Η οικονομική κρίση έχει μετατρέψει την αγορά εργασίας σε έναν «ανελέητο» τόπο, στον οποίο η εκπαίδευση δεν είναι το διαβατήριο. Οι εργοδότες είναι πιο απαιτητικοί στην αναζήτηση ικανών, εφευρετικών και δημιουργικών στελεχών.

Επένδυση στην εκπαίδευση
Η επένδυση στην εκπαίδευση είναι το «κλαδί» για την ανάπτυξη υποστηρίζουν εμπειρογνώμονες, μεταξύ των οποίων και ο δρ Κωνσταντίνος Πουλιάκας, Expert, Skill Mismatch and Skill Needs, του οργανισμού CEDEFOP (Ευρωπαϊκό Κέντρο για την Ανάπτυξη της Επαγγελματικής Κατάρπσης), που θεωρεί όπ «οι δεξιότητες είναι το νόμισμα για την παγκόσμια αγορά του 21 ου αιώνα».

Όπως είχε πει πριν από λίγο καιρό, στο πλαίσιο παρουσίασή του στο συνέδριο 2nd Labor & Insurance του ελληνοαμερικανικού επιμελητηρίου, που πραγματοποιήθηκε με την υποστήριξη της «Ναιπεμπορικής», ως χορηγού επικοινωνίας, οι δεξιότητες μπορούν να εξηγήσουν τη διαφορά επιδόσεων ατόμων με διαφορετικό μορφωτικό αιίπεδο, ενώ ταυτόχρονα υπάρχει μεγάλη ποικιλία σε δεξιότητες μεταξύ των ατόμων ενός εγκεκριμένου μορφωτικού επιπέδου. Μάλιστα σε κάποιες χώρες μπορεί οι δεξιότητες των αποφοίτων δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης να είναι ισοδύναμες με εκείνες των αποφοίτων πανεπιστημίου.

Οι Τάσεις
Σύμφωνα με στοιχεία του CEDEFOP, τη δεκαετία 2010-2020 στην Ελλάδα προβλέπεται μεγαλύτερη ανάπτυξη τεχνικών (13%) και εργαζομένων εξυπηρέτησης σε καταστήματα (3,6%) απ’ ό,τι στην Ευρωπαϊκή Ενωση σε σχέση με τη δεκαετία 2000-2010. Επίσης αναμένεται ισχυρότερη ανάπτυξη των στοιχειωδών επαγγελμάτων (11%). Επίσης στην Ελλάδα παρατηρείται υψηλότερο ποσοστό ανειδίκευτων εργαζομένων απ’ ό,τι στην Ε.Ε. των 27, χαμηλότερο ποσοστό στελεχών με μεσαίου επιπέδου εξειδίκευση και σχεδόν ίδια ανάπτυξη σε ό,π αφορά τους αποφοίτους τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Έτσι διαπιστώνεται αύξηση του κινδύνου για ανανπστοιχία προσόντων, με μεγαλύτερη πτώση της ζήτησης να σημειώνεται για εργαζομένους με χαμηλό επίπεδο ειδίκευσης και σημαντική μείωση των εξειδικευμένων στελεχών σε επαγγέλματα με υψηλές δεξιότητες. Το 36% των εργαζομένων της EE. βρίσκεται στην κατηγορία υπερ- ή υπό- εξειδίκευσης, με το 15% να είναι στην πρώτη και το 21 % στη δεύτερη κατηγορία. Ποσοστό 30% των αποφοίτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης είναι υπερεξπδικευμένο, όπως και ποσοστό 12% των αποφοίτων μέσης εκπαίδευσης. Επίσης περίπου 31% και 13% αντίστοιχα κρίνονται υποΐξειδικευμένοι.

Οι αναντιστοιχίες
Σε άλλη έρευνα, βασισμένη σε στοιχεία των Eurostat, ΟΟΣΑ και IMD World Competitiveness, μελετώνται οι χώρες που εμφανίζουν υψηλά επίπεδα ανθρώπινου δυναμικού με πολλά προσόντα (πλ.
Ελλάδα, Ισπανία, Μάλτα, Πορτογαλία), πάνω από το 20% του απασχολούμενου πληθυσμού -με την Ελλάδα στο 26%- και χώρες που κινούνται γύρω από το μέσο όρο του 15% της Ε.Ε. (πα. Αυστρία.
Βέλγιο, Δανία, Γαλλία, Λουξεμβούργο, Λετονία, Ολλανδία, Ην. Βασίλειο).

Σοφία Εμμανουήλ, ΝΑΥΤΕΜΠΟΡΙΚΗ, 21/01/2013


Share