Αλλάζουν οι ισορροπίες στο R&D

10.05.2012
 

Την τελευταία δεκαετία, οι αναδυόμενες αγορές έχουν γίνει ο βασικός μοχλός ανάπτυξης της παγκόσμιας οικονομίας. Σύμφωνα με την HSBC, 19 από τις σημερινές αναδυόμενες αγορές θα βρίσκονται μεταξύ των 30 μεγαλύτερων οικονομιών του κόσμου το 2050 και θα είναι πιο σημαντικές από τις σημερινές χώρες του ΟΟΣΑ.

Σύμφωνα με τον Javier Santiso(*): «Οι αναδυόμενες αγορές έχουν ήδη πιάσει το 40% του παγκόσμιου ΑΕΠ και το 37% των παγκόσμιων άμεσων ξένων επενδύσεων. Και ενώ οι χώρες του ΟΟΣΑ συνεχίζουν να παραμένουν στάσιμες το 2011, οι αναδυόμενες εμφανίζουν ισχυρή ανάπτυξη.

Η Κίνα ξεπέρασε την Ιαπωνία και έγινε η δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου, ενώ η Ινδία προσέλκυσε άμεσες ξένες επενδύσεις που άγγιξαν το ποσό ρεκόρ των 80 δισ. δολαρίων, ποσό διπλάσιο σε σχέση με το 2010. Η Petrobras της Βραζιλίας, η οποία είναι ήδη μία από τις μεγαλύτερες πετρελαϊκές του κόσμου, άντλησε το ποσό-ρεκόρ των 67 δισ. δολαρίων από τη δημόσια εγγραφή της τον Σεπτέμβριο του 2010.

Ο αυξανόμενος πλούτος αυτών των οικονομιών προσελκύει όλο και περισσότερες πολυεθνικές των χωρών του ΟΟΣΑ. Στην Ασία, η μεσαία τάξη αντιπροσωπεύει πλέον το 60% του συνολικού πληθυσμού (1,9 δισ. άνθρωποι). Η Κίνα έγινε η μεγαλύτερη αγορά αυτοκινήτων το 2010. Ο πλουσιότερος άνθρωπος του κόσμου είναι Μεξικάνος. Και η ταχύτατη οικονομική ανάπτυξη πραγματοποιείται σε ένα περιβάλλον μικρών ελλειμμάτων, χαμηλού χρέους και ελεγχόμενου πληθωρισμού».

Όμως, υπάρχει μία άλλη, πιο σιωπηρή επανάσταση, που φέρνει εταιρίες από τις χώρες του ΟΟΣΑ στις αναδυόμενες αγορές: η διασπαστική καινοτομία (disruptive innovation). «Από τη μια πλευρά, οι πολυεθνικές των αναδυόμενων αγορών αριστεύουν ακόμα και στους τομείς με υψηλή προστιθέμενη αξία και σε αυτούς που βασίζονται σε μεγάλο βαθμό στην τεχνολογία. Από την άλλη πλευρά, εταιρίες από χώρες του ΟΟΣΑ όλο και περισσότερο επανεισάγουν καινοτομία από εταιρίες των αναδυόμενων αγορών«, τονίζει ο κ. Santiso.

Όπως επισημαίνει, «σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΗΕ, υπάρχουν περίπου 21.500 πολυεθνικές με έδρα σε αναδυόμενες αγορές. Ορισμένες, όπως για παράδειγμα η μεξικανική τσιμεντοβιομηχανία Cemex, η ινδική τεχνολογική εταιρία Infosys και η κινεζική εταιρία μπαταριών BYD είναι ήδη ηγέτες στους τομείς τους. Οι βασικοί προμηθευτές των τηλεπικοινωνιακών εταιριών ανά τον κόσμο βρίσκονται στην Κίνα, όπου η Huawei συναγωνίζεται πλέον τη σουηδική Ericsson. Το 2008, η Huawei κατοχύρωσε περισσότερες πατέντες από οποιαδήποτε άλλη εταιρία στον κόσμο, ενώ ήρθε δεύτερη, μετά την ιαπωνική Panasonic το 2009.

Στον τομέα των τηλεπικοινωνιών, στο παγκόσμιο top ten, οι μισές περίπου είναι πολυεθνικές από τις αναδυόμενες αγορές. Η βραζιλιάνικη Embraer έφερε την επανάσταση στην κατασκευή αεροσκαφών με ένα επιχειρηματικό μοντέλο, το οποίο αντέγραψαν άλλοι. Η ινδική Tata πουλά αυτοκίνητα φθηνότερα κατά 75% σε σχέση με τις ευρωπαϊκές αυτοκινητοβιομηχανίες. Η κινεζική Mindray έχει αναπτύξει ιατρικό εξοπλισμό στο 10% του κόστους των δυτικών ανταγωνιστών. Η Safaricom της Κένυας μεταμορφώνει την αγορά με την υπηρεσία mobile banking M-Pesa, όπως έχουν κάνει οι ινδικές πολυεθνικές TCS και Wipro.

Ακόμα και ο ψηφιακός κόσμος επηρεάζεται από την ανάπτυξη των αναδυόμενων αγορών. Το Facebook θα μπορούσε να είναι λατινοαμερικάνικο, αφού ο ένας από τους ιδρυτές του είναι Βραζιλιάνος. Ο κινεζικός διαδικτυακός όμιλος Tencent Holdings είναι ο τρίτος μεγαλύτερος στον κόσμο σε επίπεδο κεφαλαιοποίησης (45 δισ. δολάρια το 2011).

Ο μεγαλύτερος χρηματοοικονομικός μέτοχός του είναι μια άλλη πολυεθνική αναδυόμενης αγοράς, η Naspers της Νοτίου Αφρικής. Οι δύο εταιρίες επενδύουν από κοινού σε start-ups, όχι στην Καλιφόρνια όπως κάνει η Google, αλλά σε αναδυόμενες αγορές. Το 2010 επένδυσαν 700 εκατ. δολάρια στον ρωσικό διαδικτυακό γίγαντα Mail.ru. Η ρωσική Digital Sky Technologies (ιδιοκτήτρια της Mail.ru) έχει παρουσία σε αμερικανικά διαδικτυακά start-ups όπως το Facebook, το Zynga και η Groupon».

Κατά τον κ. Santiso: «Αυτές οι πολυεθνικές των αναδυόμενων αγορών δεν είναι μόνο διασπαστικά καινοτόμες. Είναι επίσης εξαιρετικά οικονομικές, κάτι που τις καθιστά θανάσιμους ανταγωνιστές. Επίσης, ανεβαίνουν ταχύτατα στην αλυσίδα αξιών: το 2010, σύμφωνα με την Booz & Company, η Samsung της Ν. Κορέας έγινε μία από τις δέκα κορυφαίες εταιρίες του κόσμου σε επίπεδο επενδύσεων σε έρευνα και ανάπτυξη. Το Ισραήλ έχει ξεκινήσει περισσότερα από 4.000 start-ups και κατατάσσεται στη δεύτερη θέση παγκοσμίως σε ό,τι αφορά τον αριθμό εταιριών που διαπραγματεύονται στον NASDAQ.

Ως αποτέλεσμα, η αντίστροφη καινοτομία από πολυεθνικές του ΟΟΣΑ αποτελεί πλέον κοινή πρακτική. Πράγματι, οι πολυεθνικές του ΟΟΣΑ που συγκαταλέγονται στο Fortune 500 έχουν πλέον περίπου 100 κέντρα R&D με έδρα σε αναδυόμενες αγορές, κυρίως στην Κίνα και στην Ινδία. Το κέντρο R&D της GE στην Ινδία είναι το μεγαλύτερο που διαθέτει η εταιρία παγκοσμίως. Η Cisco δαπάνησε 1 δισ. δολάρια για ένα άλλο κέντρο στην Ινδία. Το μεγαλύτερο κέντρο της Microsoft εκτός ΗΠΑ βρίσκεται στο Πεκίνο. Η IBM απασχολεί πλέον περισσότερους εργαζόμενους στην Ινδία απ’ ό,τι στις ΗΠΑ, ενώ η γερμανική Siemens βασίζει το 12% των 30.000 μηχανικών R&D της στην αναδυόμενη Ασία».

«Για να κατανοήσουμε την ταχύτητα αυτής της παγκόσμιας αναδιάταξης δυνάμεων, ας σκεφτούμε ότι το 1990, ποσοστό άνω του 95% της έρευνας και ανάπτυξης πραγματοποιούνταν στις ανεπτυγμένες χώρες. Μία δεκαετία αργότερα, το μερίδιο των αναδυόμενων αγορών υποχώρησε στο 76%. Σήμερα, οι αναδυόμενες αγορές αντιπροσωπεύουν το 40% των ερευνητών παγκοσμίως. Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα της UNESCO, η Κίνα, η οποία πλέον δαπανά περισσότερα από 100 δισ. δολάρια ετησίως (ή το 2,5% του ΑΕΠ) σε έρευνα και ανάπτυξη, κοντεύει να ξεπεράσει τις ΗΠΑ και την Ευρώπη σε ό,τι αφορά τον αριθμό των ερευνητών της. Το 2010, το 40% των Κινέζων φοιτητών σπούδαζε θετικές επιστήμες ή μηχανική, ποσοστό διπλάσιο σε σχέση με τις ΗΠΑ», τονίζει.

«Οι χώρες των αναδυόμενων αγορών δεν θα διεκδικήσουν μόνο τη μερίδα του λέοντος της παγκόσμια ανάπτυξης την ερχόμενη δεκαετία. Θα είναι επίσης όλο και περισσότερο η πηγή της διασπαστικής και οικονομικής καινοτομίας. Μέχρι το 2020, η γεωγραφία της καινοτομίας -όπως και αυτή του πλούτου των εθνών- θα έχει υποστεί μια τεράστια διαδικασία αναδιάταξης δυνάμεων», καταλήγει ο κ. Santiso.

(*) Ο Javier Santiso είναι Καθηγητής Οικονομικών στο ESADE Business School και διευθυντής του ESADE Center for Global Economy and Geopolitics (ESADEgeo).

euro2day.gr


Share